- λαικάστρια
- λαικάστρια και λαικάς, -άδος, ἡ (Α)αισχρή γυναίκα, πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαικάζω. Ο τ. λαικάς υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. λαικάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαικάστρια — λαικαστής wencher fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικαστρίας — λαικαστρίᾱς , λαικαστής wencher fem acc pl λαικαστρίᾱς , λαικαστής wencher fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάστρι' — λαικάστρια , λαικαστής wencher fem nom/voc sg λαικάστριαι , λαικαστής wencher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαικάς — λαικάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λαικάστρια … Dictionary of Greek